ἀχύρων

ἀχύρων
ἄχυρον
chaff
neut gen pl
ἄχυρος
chaff-heap
masc gen pl
ἀχύ̱ρων , ἀχυρός
chaff-heap
masc gen pl
ἀ̱χύρων , ἀχυρόω
mix chaff
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱χύρων , ἀχυρόω
mix chaff
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀχυρόω
mix chaff
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀχυρόω
mix chaff
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κἀχύρων — ἀχύρων , ἄχυρον chaff neut gen pl ἀχύρων , ἄχυρος chaff heap masc gen pl ἀχύ̱ρων , ἀχυρός chaff heap masc gen pl ἀ̱χύρων , ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱χύρων , ἀχυρόω mix chaff imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гнус — род. п. гнуса мошкара, мелкие насекомые , гнусный, блр. гнюс скупердяй, подлец , ст. слав. гноусьнъ μιαρός (Супр.), болг. гнус отвращение , сербохорв. гну̑с, диал. гњу̑с грязь, навоз; отвращение , словен. gnȗs, чеш. hňus, hnis отвращение ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • плева — ПЛЕВ|А (15), Ы с. 1.Тонкая оболочка, перепонка: мозгъ же ѹбо иноразлично ѥсть… и разнозрачно. и слоѥвато. тонкою плѣвою обложено. Пал 1406, 46б. 2. Чаще мн. Солома, мякина; шелуха: искра мѹдивъши. въ плѣвахъ въземлѥть пламы. (ἐν ἀχύροις) СбТр… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αχυρώνας — και αχερώνας, ο (AM ἀχυρών) 1. αποθήκη για άχυρα 2. παροιμ. α) «δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα» (για όσους μαλώνουν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέματα που αφορούν σε άλλους) β) «στραβός βελόνα γύρευε στον αχυρώνα» (για όποιον… …   Dictionary of Greek

  • εφελκτικός — ἐφελκτικός, ή, όν (ΑΜ) 1. αυτός που τραβά, που έλκει («τὸ ἤλεκτρον ἐφελκτικὸν τῶν ἀχυρων», Φιλόδ.) 2. μτφ. ελκυστικός («τὸ ἐφελκτικὸν καὶ ἡδύ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκτικός (< ἕλκω)] …   Dictionary of Greek

  • καρφολογώ — (Α καρφολογῶ, έω) συλλέγω ξερά χόρτα («καρφολογεῑν τὰ δένδρα» να κόβει κάποιος τα ξερά κλαδιά από τα δένδρα, Θεόφρ.) αρχ. αφαιρώ μικρά τεμάχια αχύρων, τρίχες ή κάτι άλλο τα οποία βρίσκονται στα ρούχα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + λογῶ (<… …   Dictionary of Greek

  • λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • λουπινίαση — η δηλητηρίαση που προκαλείται από τη βρώση μεγάλης ποσότητας σπερμάτων ή αχύρων από λούπινο και παρατηρείται στον ίππο και στο πρόβατο …   Dictionary of Greek

  • συναχυρηγώ — έω, Α μεταφέρω άχυρα μαζί με κάποιον άλλο, βοηθώ στη μεταφορά αχύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀχυρηγῶ «μεταφέρω άχυρο»] …   Dictionary of Greek

  • χορτοτομία — ἡ, ΜΑ [χορτοτόμος] κοπή χόρτου για την παρασκευή αχύρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”